μηκέτ᾿ ἔπειτ᾿ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
ἀνδράσιν, ἀλλ᾿ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
다음으로 더 이상 나 자신 다섯 번째 인간들과 함께해야 하는 것은 아니었다,
그러나 먼저 죽었거나 나중에 태어났어야 했다.
ὤφελλον : ὀφείλω
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾿ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
τειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
왜냐하면 이제는 철의 종족이기 때문이다: 결코 낮에도 밤에도
그들은 노고와 비참을 그치지 않을 것이다
고통받으면서: 그러나 신들은 어려운 근심거리들을 줄 것이다.
καμάτου : toil, illness.
ὀιζύος : woe, misery.
τειρόμενοι : τείρω mp. part. oppress, distress, weaken.
μερίμνας : care, thought.
ἀλλ᾿ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
하지만 마찬가지로 그들에게도 좋은 것들이 나쁜 것들에 섞여 있을 것이다.
ἔμπης : alike.
μεμείξεται : μίγνυμι fut. pf. mp. mix.
Ζεὺς δ᾿ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾿ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
그러나 제우스는 구분된 인간들 중 이 종족도 멸할 것이다,
그들이 관자놀이가 희게 되면서 태어날 때에.
ὀλέσει : ὅλλυμι fut. destroy.
εὖτε : when.
πολιοκρόταφοι : with grey hair on the temples.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες,
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
아버지가 자식들에게 자식들도 그에게 마음이 같지 않을 것이고,
손님이 주인에게 동지가 동지에게 그렇지 않을 것이며,
형제가 친애하는 자가 아닐 것이다, 이전과 같은 것처럼.
ὁμοίιος : like in mind, at one with.
αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾿ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσιν,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδὲ μὲν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν.
그러나 곧 그들이 나이 먹은 아버지들을 존경하지 않을 것이다:
그러나 그들은 그 아버지들을 거친 말들로 부르면서
그 잔인한 자들이, 신들의 복수도 전혀 보지 않고: 그들은 또한 아무것도
길러준 아버지들에게 보답으로부터 내놓지 않을 것이다.
αἶψα : forthwith.
μέμψονται : μέμφομαι fut. med. blame, censure.
χειροδίκαι· ἕτερος δ᾿ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·
οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὔτ᾿ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾿ ἐν χερσὶ καὶ αἰδώς
ἐσσεῖται· βλάψει δ᾿ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾿ ὅρκον ὀμεῖται.
주먹이 정의인 자들: 서로가 서로의 도시를 약탈할 것이다:
맹세를 지키는 자에게도 정의로운 자에게도 훌륭한 자에게도 어떤 호의도 없을 것이고,
그러나 나쁜 짓들을 일삼는 자들과 오만한 사내들을
그들이 존경할 것이다: 그러나 정의와 염치는 주먹 속에
있을 것이다: 그러나 악한 자가 더 나은 사내를 방해할 것이다
구부러진 말들로 이야기하면서, 그러나 맹세할 것이다.
ἐξαλαπάξει : ἐξαλαπάζω fut. sack.
εὐόρκου : keeping one's oath.
ῥεκτῆρα : worker, doer.
Ζῆλος δ᾿ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασιν
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει, στυγερώπης.
그러나 비참한 인간들 모두에게
나쁜 소리를 하고 해악을 좋아하는 시기가 함께할 것이다, 끔찍한 시기가.
ὀιζυροῖσιν : woeful, miserable.
δυσκέλαδος : ill-sounding, shrieking.
ὁμαρτήσει : ὁμαρτέω fut. act together.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλόν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾿ ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρά
θνητοῖς ἀνθρώποισι, κακοῦ δ᾿ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
그리고 이 때 길이 넓은 대지로부터 올림포스를 향하여
흰 옷들로 아름다운 얼굴을 그 둘이 덮고서
불멸하는 자들의 종족을 따라 갈 것이다 인간들을 남겨두고서
염치와 복수는: 그러나 비참한 고통들이 남을 것이다
필멸하는 인간들에게, 나쁜 것에 대해 힘이 있지 못할 것이다.
καλυψαμένω : καλὺπτω dual. aor. part.
ἴτον : εἴμι dual.

-蟲-

+ Recent posts