Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ' ἀείδειν,

αἵ θ' Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,

καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ' ἁπαλοῖσιν

ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος·

우리 헬리콘 산의 무사이 여신들로부터 노래하기 시작하자,

그 여신들은 거대한 경계의 고귀한 헬리콘 산을 점하고,

또한 자줏빛 샘 주위에서도 취한 듯 부드럽게

춤을 춘다, 크로노스의 빼어나게 강대한 아들의 재단 주위에서도:

ἀρχώμεθ' : with gen. 'gen'으로부터 시작하다. pl. 1st.

ἀείδειν : 노래함, 노래부름. inf.

ἔχουσιν : 가지다, 점하다. Pl. 3rd.

ζάθεόν : 매우 신성한, 고귀한

πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται : LS.1258. 취한 듯 부드럽게 춤춘다


καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο

ἠ' Ἵππου κρήνης ἠ' Ὀλμειοῦ ζαθέοιο

ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,

καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.

또한 고운 살결을 페르멧소스에서 또는

말의 샘 혹은 신성한 올메이오스에서 씻고서

그녀들은 헬리콘 산 가장 높은 곳에서 춤을 추었다,

아름답고 사랑스러운 춤을, 빠르게 움직였다.

λοεσσάμεναι : λούω aor. m.p. part. f. pl. bath.

Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο : LS.547.

ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν : LS.655. 2. move nimbly.


ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ

ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,

ὑμνεῦσαι Δία τ' αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην

Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,

κούρην τ' αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην

Φοῖβόν τ' Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν

ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον

καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ' Ἀφροδίτην

Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην

Λητώ τ' Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην

Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην

Γαῖάν τ' Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν

ἄλλων τ' ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.

그녀들은 그로부터 출발하여 많은 연무에 뒤덮히어

밤까지 나아갔고 무척이나 아름다운 목소리를 내었다,

노래하는 것을, 아이기스를 지닌 제우스와 여주인 헤라

아르고스를 지배하는 그녀를, 황금 신발로 내딛는 자를,

또한 아이기스를 지닌 제우스의 딸 안광의 아테네와

찬란한 아폴론과 활을 쏘는 아르테미스

그리고 대지를 쥐고 흔드는 포세이돈과

더불어 경외로운 테미스와 또 말아 올려진 속눈썹의 아프로디테와

황금관의 헤베와 아름다운 디오네와

레토와 이아페토스 그리고 비뚤어진 음모의 크로노스

에오스와 거대한 헬리오스와 빛나는 셀레네와

가이아와 거대한 오케아노스와 또 암흑의 뉙스

또한 영원한 이들 중 불멸하는 다른 신성의 종족을.

ἀπορνύμεναι : start from

κεκαλυμμέναι : κᾰλύπτω pf. pas. part.

ἐννύχιαι : at night, by night

στεῖχον : go, walk, march

ἐννύχιαι στεῖχον : LS.570.

ἱεῖσαι : ἵημι. utter.

ὑμνεῦσαι : to sing of someone or something.

ἐμβεβαυῖαν : ἐμβαίνω part.

κούρην : daughter.

γλαυκῶπιν : with gleaming eyes.

γαιήοχον : 대지를 쥔

ἐννοσίγαιον : 대지를 흔드는

αἰδοίην : 경외로운, 존경스러운

ἑλικοβλέφαρόν : having curling eyelashes

χρυσοστέφανον : gold-crowned

ἀγκυλομήτην : crooked of counsel.

μέλαιναν : 암흑

αἰὲν : ἀεί LS.26.


-蟲-

+ Recent posts